Η επικρατούσα άποψη για το έντερο είναι ότι πρόκειται για ένα όργανο, τμήμα του γαστρεντερικού συστήματος, απαραίτητο για την πέψη των τροφών. Από αρχαιοτάτων χρόνων όμως και σε διαφορετικούς πολιτισμούς, το έντερο και η κοιλιά θεωρείται το κέντρο της βίωσης συναισθημάτων. Το 1981ο Αυστραλός Μαρτσέλο Κόστα, απέδειξε ότι τα νευρικά κύτταρα του εντέρου παράγουν σεροτονίνη, για την οποία ήδη γνώριζαν ότι ήταν ένας από τους πολλούς νευροδιαβιβαστές του νευρικού συστήματος και συμμετέχει στην βίωση θετικών συναισθημάτων. Παράλληλα και άλλοι νευροδιαβιβαστές παράγονται από τα νευρικά κύτταρα του εντέρου και αναγνωρίζονται από τον εγκέφαλο ως ουσίες που ρυθμίζουν και καθορίζουν την βίωση πολλών συναισθημάτων.
Οι Ιδιοπαθείς Φλεγμονώδης Νόσοι του Εντέρου δηλαδή η Eλκώδης Kολίτις και η νόσος του Crohn είναι νοσήματα που προκαλούν μια χρόνια και ειδική φλεγμονή, μόνο στο παχύ έντερο η πρώτη και σε ολόκληρο το πεπτικό σύστημα η δεύτερη. Στις ΗΠΑ υπολογίζεται ότι πλέον του ενός εκατομμυρίου ατόμων πάσχουν από ελκώδη κολίτιδα ή νόσο του Crohn. Οι αριθμοί αυτοί είναι σημαντικά χαμηλότεροι στις αναπτυσσόμενες και υποανάπτυκτες χώρες.Η ακριβής αιτιολογία των δύο αυτών νόσων παραμένει άγνωστη. Η επικρατούσα πάντως άποψη είναι ότι η χρόνια φλεγμονή συνδέεται με μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ γενετικής προδιαθέσεως και αρκετών παραγόντων του περιβάλλοντος. Πρόσφατα ανακαλύφθηκαν θέσεις στο ανθρώπινο γονιδίωμα που προδιαθέτουν στην εμφάνιση των νοσημάτων αυτών, χωρίς να είναι δυνατόν να τις προκαλέσουν ωστόσο χωρίς το συνδυασμό άλλων περιβαλλοντικών παραγόντων. Μία αλλαγή, μία εκτροπή του ανοσοποιητικού συστήματος λαμβάνει χώρα υπό την επίδραση εξωγενών παραγόντων, βακτηριδιακών, ιογενών, στρεσσογόνων, με αποτέλεσμα τη στόχευσή του εναντίον του γαστρεντερικού σωλήνα και τη δημιουργία φλεγμονής. Οι ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις του εντέρου είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά πολυπαραγοντικά νοσήματα, στα οποία η εμφάνιση, πορεία και έκβαση αποτελεί τη συνισταμένη πολλών συνιστωσών.
Πρέπει να αναφερθεί και να δοθεί έμφαση στο γεγονός ότι οι ιδιοπαθείς νόσοι του εντέρου εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια σε όλο και πιο μικρές ηλικιακές ομάδες πληθυσμού, αναδεικνύοντας ακριβώς την επίταση της επίδρασης των περιβαλλοντικών παραγόντων στο έδαφος υπάρχουσας προδιάθεσης. Η συστηματική χορήγηση χημικών φαρμάκων, ιδιαίτερα αυτών που τροποποιούν αρνητικά τη χλωρίδα του γαστρεντερικού, όπως τα αντιβιοτικά, μειώνοντας τα φιλικά λεγόμενα βακτηρίδια, παίζει ρόλο κατά κάποιους ερευνητές στο φαινόμενο αυτό. Θεωρείται ότι ένας καθοριστικός παράγοντας στην στροφή του ανοσοποιητικού συστήματος ενάντια στο γαστρεντερικό σωλήνα είναι η μετάλλαξη αυτή της χλωρίδας του. Αυτό ίσως εξηγεί και την μεγάλη αύξηση της εμφάνισης των νοσημάτων στο Δυτικό πληθυσμό, εκεί όπου η συχνή αλόγιστη χορήγηση χημικών φαρμάκων από μικρή ηλικία είναι γεγονός.
Καταρχήν, η ίδια η αντιμετώπιση των οξέων λοιμώξεων αποφεύγοντας τη χρήση αντιβιοτικών, αποτελεί ένα αδιαμφισβήτητα προληπτικό μέτρο. Η ενίσχυση της κυτταρικής ανοσίας, της ανοσολογικής μνήμης των ουδετερόφιλων κυττάρων έναντι των βακτηριδίων, που συντελείται με την Ομοιοπαθητική αποτρέπει την αυτοάνοση εκτροπή της άμυνας προς τον ίδιο τον οργανισμό. Η ενίσχυση της φυσικής αμυντικής αντίδρασης του οργανισμού σε μία λοίμωξη, προς την «όμοια κατεύθυνση» είναι απόλυτα ορθολογιστική θεραπεία και οδηγεί στην εκπαίδευση του οργανισμού και στην αποτροπή υποτροπών των λοιμώξεων. Είναι σημαντικό να αναφερθεί επίσης, ότι η έγκαιρη χορήγηση ομοιοπαθητικής με την πρώιμη εμφάνιση των συμπτωμάτων της φλεγμονώδους κολίτιδας μπορεί να αποβεί καθοριστική για την περαιτέρω εξέλιξη και πορεία της νόσου. Εάν η Ομοιοπαθητική θεραπεία δοθεί εγκαίρως, με την εμφάνιση των πρώτων κιόλας συμπτωμάτων, πριν καταστεί αναγκαία η χορήγηση ισχυρών ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων, ενισχύεται πολύ η πιθανότητα πιο μόνιμων θεραπευτικών αποτελεσμάτων. Αντίθετα αυτή η πιθανότητα μειώνεται εξαιρετικά όταν της Ομοιοπαθητικής αγωγής, έχει προηγηθεί επί μακρόν ισχυρή ανοσοκατασταλτική αγωγή. Ο ανοσολογικός επαναπροσδιορισμός που επιχειρείται με την Ομοιοπαθητική θεραπεία, απαιτεί ένα ενεργό ανοσοποιητικό σύστημα για να επιτευχθεί. Όταν για παράδειγμα σε έναν έφηβο με ελκώδη κολίτιδα και παλαιό ιστορικό υποτροπιαζουσών αμυγδαλίτιδων με πολλαπλές χορηγήσεις αντιβίωσης, δοθεί Ομοιοπαθητική θεραπεία, τότε η επανεμφάνιση μία οξείας λοίμωξης του ανώτερου αναπνευστικού, μίας αμυγδαλίτιδας θα είναι μία πάρα πολύ καλή ένδειξη αντίδρασης του ανοσοποιητικού που δεν πρέπει να κατασταλεί για μία ακόμα φορά. Μία τέτοια στιγμή είναι κομβική στην εξέλιξη της πορείας του ανοσοποιητικού, προς την σωστή ανοσολογική απάντηση, ή στην λάθος αυτοάνοση και θα πρέπει να υποστηριχθεί σωστά προς την «όμοια κατεύθυνση» μέσω της Ομοιοπαθητικής θεραπείας. Έντονα κατασταλτικές θεραπείες σε τέτοιες ευαίσθητες κομβικές στιγμές της ανοσολογικής ιστορίας του οργανισμού , θα συντελέσουν στην αρνητική εδραίωση του αυτοάνοσου νοσήματος. Περαιτέρω θα απαιτηθεί η χρήση περισσότερο ισχυρών ανοσοκατασταλτικών, και η αντίδραση μέσω Ομοιοπαθητικής θεραπείας θα γίνεται όλο και πιο δύσκολη έως αδύνατη.
Γ.Γ. Έρευνας Διεθνούς Ακαδημίας Κλασσικής Ομοιοπαθητικής