Ο παράγοντας νέκρωσης των όγκων (TNF) είναι μια ουσία που εκκρίνεται κυρίως από τα κύτταρα του ανοσιακού συστήματος και παίζει κεντρικό ρόλο στη φλεγμονώδη διαδικασία. Χάρη στη μοντέρνα βιοτεχνολογία έχουν παραχθεί διάφοροι τύποι σκευασμάτων που αναστέλλουν επιλεκτικά τη δράση του TNF.
Αυτά τα σκευάσματα περιλαμβάνουν αντισώματα κατά του TNF (infliximab και adalimubab) ή παράγοντες που αποκλείουν τον υποδοχέα του TNF (etanercept), δηλαδή την ουσία με την οποία πρέπει να συνδεθεί ο TNF για να ασκήσει τη δράση του.
Το etanercept χορηγείται με μία υποδόρια ένεση. Οι ασθενείς καθώς και τα μέλη της οικογένειας μπορούν να διδαχθούν πώς να κάνουν την ένεση (όπως οι ασθενείς με διαβήτη). Στο σημείο της ένεσης μπορεί να παρουσιασθούν τοπικές αντιδράσεις (κόκκινο στίγμα, φαγούρα, διόγκωση), αλλά είναι συνήθως μικρής διάρκειας και ήπιας έντασης. Το infliximab χορηγείται ενδοφλέβια σε νοσοκομείο. Κατά τη διάρκεια της έγχυσης μπορεί να παρουσιασθεί αλλεργική αντίδραση που ξεκινά από ήπιες αντιδράσεις (δύσπνοια, κόκκινο δερματικό εξάνθημα, φαγούρα) που αντιμετωπίζονται εύκολα, μέχρι σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις με υπόταση (απότομη πτώση της πίεσης) και κίνδυνο για σοκ (πολύ βαριά κατάσταση).
Αυτές οι αλλεργικές αντιδράσεις παρουσιάζονται πιο συχνά μετά τις πρώτες εγχύσεις και οφείλονται σε δημιουργία αντισωμάτων κατά ενός τμήματος του μορίου του TNF του σκευάσματος. Αν παρουσιασθεί σοβαρή αλλεργική αντίδραση το φάρμακο διακόπτεται.
Το adalimubab είναι ίδιο με το infliximab, αλλά το πρώτο είναι τελείως εξανθρωποιημένο και χορηγείται με υποδόρια ένεση ενώ το δεύτερο χορηγείται ενδοφλέβια.
Όλα τα σκευάσματα έχουν ισχυρή αντιφλεγμονώδη δράση που επιμένει για όσο διάστημα χορηγούνται. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι κυρίως αυξημένη ευπάθεια σε λοιμώξεις και ιδιαίτερα στη φυματίωση.
Οι ενδείξεις σοβαρής λοίμωξης επιβάλλουν τη διακοπή του φαρμάκου. Σε ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις η θεραπεία σχετίσθηκε με την ανάπτυξη και άλλων αυτοάνοσων νόσων εκτός της αρθρίτιδας αλλά μόνο στους ενήλικες. Δεν υπάρχουν ενδείξεις μέχρι στιγμής ότι η θεραπεία μπορεί να προδιαθέτει σε συχνότερη εμφάνιση καρκίνου.
Επειδή η χρήση των αντι-TNF παραγόντων είναι σχετικά πρόσφατη, λείπει ακόμη η εμπειρία για τη μακροχρόνια ασφάλειά τους.
Οι θεραπείες με τέτοιου είδους σκευάσματα αναφέρονται συχνά ως «βιολογικοί παράγοντες» επειδή παρασκευάζονται με τη σύγχρονη βιοτεχνολογία (όπως η γενετική μηχανική).
Υπάρχουν και άλλοι τέτοιοι παράγοντες, όπως, τα αντισώματα κατά του υποδοχέα της ιντερλευκίνης Ι και κατά της ιντερλευκίνης 6 που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία μερικών ρευματικών νόσων των ενηλίκων και πειραματικά σε παιδιά.
Οι βιολογικοί παράγοντες είναι όλοι πολύ ακριβοί.
πηγή iatreion.gr