ΠνευμονολόγοςΔρ. Αντώνης Παπαγιάννης
Η επικοινωνία είναι η αρχή και το τέλος κάθε σχέσης γιατρού με άρρωστο, είτε αυτή έχει να κάνει με ένα απλό κρυολόγημα, είτε με τη διενέργεια μιας αξονικής τομογραφίας ή με την ανάγκη για μια σοβαρή χειρουργική επέμβαση. Η καλή επικοινωνία είναι ένα από τα κριτήρια με τα οποία οι ασθενείς κρίνουν τους γιατρούς. Αντίθετα, η κακή επικοινωνία (π.χ. έλλειψη επεξηγήσεων, χρήση δυσνόητης ιατρικής ορολογίας ή παρανόηση των πληροφοριών) είναι μια από τις πιο συχνές αιτίες παραπόνων των ασθενών εναντίον των ιατρών, και αποτελεί έναν από τους λόγους που κάνουν τους ασθενείς να στρέφονται σε ‘εναλλακτικές’ μορφές ιατρικής.
Η επικοινωνία με τους ασθενείς και τους συγγενείς τους δεν περιορίζεται μόνο στις λεγόμενες ‘δυσάρεστες ειδήσεις’ (π.χ. ανακοίνωση της διάγνωσης ενός καρκίνου), που αποτελούν ιδιαίτερες και δύσκολες περιπτώσεις. Η λήψη του συνηθισμένου ιατρικού ιστορικού και η παροχή βασικών κλινικών πληροφοριών στους ασθενείς είναι καθημερινές μορφές επικοινωνίας που συχνά παραμελούνται. Με την τελευταία θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.
Τι πληροφορίες χρειάζεται ο άρρωστος, και με ποια μορφή;
Ως προς τη μορφή της πληροφόρησης, τίποτε δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον προφορικό λόγο. Πριν λίγα χρόνια, σε έρευνα που κάναμε στην Ουαλία, βρήκαμε ότι το 88% των ασθενών προτιμούσε τις προφορικές πληροφορίες, ενώ μόνο το 23% των ασθενών ζητούσε έντυπα φυλλάδια με ή χωρίς προφορική ενημέρωση. Είναι φανερό ότι οι ασθενείς θέλουν να ακούνε το γιατρό να μιλάει. Η ροή των πληροφοριών πρέπει να αρχίζει από την πρώτη επαφή του γιατρού με τον ασθενή, και βοηθάει να μειωθεί το άγχος και η ανησυχία που έχει ο τελευταίος. Η πρώτη επίσκεψη δίνει την ευκαιρία να θεμελιώσουμε μια σχέση εμπιστοσύνης με τον άρρωστο, πάνω στην οποία θα χτίσουμε την μελλοντική μας συνεργασία.
Τι χρειάζεται να μάθει ο ασθενής;
Στην έρευνά μας, οι ασθενείς γενικά ανέφεραν ότι είχαν λάβει επαρκείς πληροφορίες για τη θεραπεία τους, αλλά πολύ λιγότερες για τα αίτια και τη φύση της νόσου, τις απαραίτητες διαγνωστικές εξετάσεις και την πρόγνωση. Ας δούμε ένα-ένα τα στοιχεία της ολοκληρωμένης πληροφόρησης:
Το όνομα της νόσου:
Συχνά ακούγεται πολύπλοκο και δυσνόητο, και θα πρέπει να το εξηγούμε στον άρρωστο. Έτσι, λέξεις όπως ‘μυοκαρδιοπάθεια’ ή ‘εκκολπωματίτιδα’ μπορεί να είναι γνωστές στους γιατρούς, αλλά δεν σημαίνουν πολλά για τους ασθενείς (που μπορεί να τις καταλαβαίνουν λανθασμένα).
Η αιτία της νόσου:
Είναι μεταδοτική; Είναι κληρονομική; Είναι κάτι για το οποίο ευθύνεται ο ίδιος ο ασθενής; Είναι άγνωστη; Τα ερωτήματα αυτά συχνά περιμένουν απάντηση, και ανάλογο καθησυχασμό του αρρώστου.
Φύση και πρόγνωση της νόσου:
Τι συμπτώματα προκαλεί; Ποια είναι η εξέλιξή της; Θα κρατήσει πολύ καιρό; Θα υποχωρήσει μόνη της ή με θεραπεία ή θα χειροτερεύει συνεχώς; Θα αφήσει κάποια αναπηρία; Αυτές οι πολύ δικαιολογημένες απορίες θα πρέπει να απαντηθούν με την ανάλογη ευαισθησία από το γιατρό.
Διαγνωστικές εξετάσεις:
Θα πρέπει πάντα να εξηγούνται στον άρρωστο, ιδίως εκείνες που περιλαμβάνουν κάποια επεμβατική πράξη ή εμπεριέχουν κάποιο κίνδυνο. Επίσης, ο ασθενής πρέπει να γνωρίζει με ποιον τρόπο τα αποτελέσματα θα καθορίσουν την αντιμετώπιση της νόσου.
Θεραπεία:
Τι περιλαμβάνει (φάρμακα, νοσηλεία, επεμβάσεις κτλ.); Ποια θα είναι η διάρκειά της; Τι επιπτώσεις και παρενέργειες μπορεί να έχει; Πόσο γρήγορα θα φανεί το αποτέλεσμα; Η καλή ενημέρωση θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την συμμόρφωση του αρρώστου με τη θεραπεία.
Ανάλογες πληροφορίες είναι ίσως ακόμη περισσότερο απαραίτητες σε ανθρώπους που έχουν μεν κάποια συμπτώματα, αλλά ο έλεγχος έχει αποκλείσει κάποια σοβαρή αιτία. Εδώ πρέπει με τρόπο σαφή και υπεύθυνο να εξηγήσουμε τα αρνητικά ευρήματα των εξετάσεων. Δεν θα πρέπει ποτέ να αφήνουμε τον άλλο να μαντέψει ότι «μάλλον είναι καλά τα πράγματα αφού δε μου λένε τίποτε» (συνήθως η εμπειρία διδάσκει το αντίστροφο: όταν ο γιατρός δε μιλάει, ο ασθενής φαντάζεται το χειρότερο). Αν π.χ. ο λόγος της επίσκεψης ήταν η υποψία ή ο φόβος ενός καρκίνου, θα πρέπει να λέμε κατηγορηματικά στον ασθενή ότι κάτι τέτοιο δε βρέθηκε.
Ας μη λησμονούμε ακόμη ότι οι ασθενείς είναι κι αυτοί άνθρωποι σαν εμάς, και περιμένουν κατανόηση και συμπάθεια από το γιατρό τους. Η ενημέρωση δε θα πρέπει να γίνεται με ξερό, διδακτικό ύφος, αλλά με γνήσια διάθεση να τους βοηθήσουμε. Απαραίτητη είναι πάντα η διάκριση, η ευαισθησία και ο σεβασμός των συναισθημάτων του ασθενούς. Ο τελευταίος μπορεί να ικανοποιηθεί περισσότερο από τη δυνατότητα που είχε να μιλήσει και να ακούσει, παρά από τις επιστημονικές γνώσεις που θα αποκτήσει από το διάλογο αυτό. Λίγο χιούμορ συχνά κάνει πιο άνετη τη συζήτηση, ωστόσο δε θα πρέπει να γίνεται σε βάρος του ασθενούς, ούτε να παίρνει χυδαίο και αθυρόστομο χαρακτήρα. Ακόμη, δε θα πρέπει να γίνεται σε χρόνο ακατάλληλο (π.χ. μόλις έχουμε συζητήσει μια δύσκολη διάγνωση), ούτε να χρησιμοποιείται για να αλλάξουμε κουβέντα και να αποφύγουμε τις ερωτήσεις του ασθενούς. Αν ο τελευταίος δείχνει ότι δεν έχει διάθεση για αστεία, θα πρέπει να σεβασθούμε την επιθυμία του.
Η παροχή πληροφοριών είναι μια βασική τέχνη, που μαθαίνεται και τελειοποιείται, όπως η λήψη του ιστορικού και η κλινική εξέταση, με τη συνεχή εξάσκηση, τη δοκιμή και το σφάλμα, σε όλη τη διάρκεια της καριέρας ενός γιατρού.
Οι άνθρωποι διαφέρουν ως προς την επιθυμία τους για γνώση και πληροφόρηση, και θα πρέπει να προσαρμόζουμε την τεχνική μας στην ψυχολογία και τις ανάγκες τους. Ωστόσο, όλοι οι ασθενείς θέλουν να τους ακούσει ο γιατρός, να τους καταλάβει, να τους εξηγήσει το πρόβλημά τους, και να συζητήσει μαζί τους την καλύτερη δυνατή λύση. Όλα αυτά περιέχονται στην καλή επικοινωνία. Ο χρόνος που αφιερώνεται σ’ αυτήν αποτελεί ουσιαστική επένδυση για την επαγγελματική ανάπτυξη του γιατρού και την ικανοποίηση του αρρώστου.
Σημείωση : Ο πνευμονολόγος Αντώνης Παπαγιάννης, συνεργάτης της Κλινικής Άγιος Λουκάς, έχει γράψει το βιβλίο ‘Μιλώντας με τον άρρωστο: εισαγωγή στην κλινική επικοινωνία’ (University Studio Press 2003).