Η νόσος του Crohn είναι ένα χρόνιο φλεγμονώδες νόσημα που μπορεί να αφορά σε οποιοδήποτε τμήμα του γαστρεντερικού σωλήνα, ο οποίος αρχίζει από το στόμα και καταλήγει στον πρωκτό και εξασφαλίζει στον οργανισμό μας την πέψη και την απορρόφηση των τροφών.
Βέβαια, αυτή είναι μία κύρια λειτουργία του γιατί ο πεπτικός σωλήνας εκτελεί και άλλες πιο περίπλοκες λειτουργίες στον οργανισμό μας και αξίζει να σημειώσουμε ότι πρόκειται για το μεγαλύτερο ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπινου οργανισμού. Η νόσος Crohn είναι άγνωστης αιτιολογίας νόσημα.
Μας είναι γνωστός ο αυτοάνοσος μηχανισμός πρόκλησης του νοσήματος, όχι όμως και η αιτία ή οι αιτίες που πυροδοτούν αυτή την αντίδραση. Συνήθως, οι βλάβες αφορούν σε όλο το πάχος του τοιχώματος του πεπτικού σωλήνα και όχι μόνο στα επιφανειακά του τμήματα. Επίσης μπορεί να εντοπίζονται σε οποιοδήποτε τμήμα του, στο παχύ ή το λεπτό έντερο, στο στόμαχο ή το στόμα ή σε ένα τμήμα του λεπτού και ένα τμήμα του παχέος εντέρου.
Η νόσος εξελίσσεται με κρίσεις που εκδηλώνονται με:
- Πόνο στην κοιλιά
- Διάρροια
- Αρθρίτιδα
- Αφθες
- Κόπωση
- Εμετό
- Απώλεια βάρους
- Αναιμία με έλλειμμα βιταμίνης B12
- Υποθρεψία
Τα συμπτώματα που προαναφέρουμε δεν είναι ειδικά και μπορεί να μοιάζουν και με τα συμπτώματα άλλων νοσημάτων. Δεν είναι σπάνιο να οδηγούμαστε στη διάγνωση της νόσου ύστερα από μία επέμβαση σκωληκοειδεκτομής. Επίσης, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι προκαλεί πολλές φορές συρίγγια και έτσι δεν είναι περίεργο ο γιατρός να ζητήσει έλεγχο με κολονοσκόπηση σε έναν ασθενή με περιεδρικά συρίγγια ή με επίμονο μη ειδικό πόνο στην κοιλιά ή επειδή έχει μια πολύ αυξημένη ταχύτητα καθιζήσεως ερυθρών.
Σε ποιους αφορά;
Η συνηθέστερη ηλικία έναρξης της νόσου, οπότε εμφανίζονται τα πρώτα νοσήματα, είναι οι δεκαετίες από 15 έως 35 ετών. Δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών. Πολλές φορές η νόσος αφορά σε μια οικογένεια, αλλά δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να στηριχτεί η κληρονομικότητά της.
Πάντως αρκετοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι η νόσος οφείλεται σε γονιδιακή βλάβη που επιτρέπει αυτούς που την έχουν να αναπτύξουν άτοπες αντιδράσεις του αμυντικού τους συστήματος σε έναν παράγοντα, όπως είναι μία ίωση ή μία μικροβιακή μόλυνση. Έτσι, ενώ κάποιος που δεν έχει βλάβη του γεννητικού του υλικού θα εκδηλώσει μια απλή γαστρεντερίτιδα, σε αυτόν που έχει αυτήν τη βλάβη, η επαφή με τον παθογόνο παράγοντα (μικρόβιο ή ιό) θα πυροδοτήσει μία τέτοια αντίδραση του αμυντικού του συστήματος που θα τον οδηγήσει στην εκδήλωση της νόσου του Crohn.
Η νόσος είναι συχνότερη στους κατοίκους των πόλεων από ό,τι στους κατοίκους της επαρχίας, όπως και σε αυτούς που έχουν τελειώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση από ό,τι σε εκείνους που έχουν τελειώσει μόνο την πρωτοβάθμια. Όλα αυτά βέβαια είναι στατιστικές επισημάνσεις και μέχρι στιγμής δεν έχουν οδηγήσει σε κανένα συμπέρασμα σε σχέση με τις αιτίες της νόσου. Πάντως φαίνεται ότι και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο, εφόσον η νόσος είναι πιο συχνή στις βιομηχανοποιημένες από τις υπό ανάπτυξη χώρες.
Ο γιατρός θα υποπτευθεί τη νόσο από τα συμπτώματα που θα του αναφερθούν. Αμέσως μετά θα κάνει εξετάσεις για επιβεβαίωσή της. Οι εξετάσεις αυτές είναι εξετάσεις αίματος, κοπράνων και άλλες εργαστηριακές, όπως η κολονοσκόπηση ή ο βαριούχος υποκλυσμός (ακτινολογική εξέταση του παχέος εντέρου), η εντερόκληση (ακτινολογική εξέταση του λεπτού εντέρου) και η βιοψία εντέρου. Την τελική διάγνωση θα θέσει η βιοψία του εντέρου. Η κολονοσκόπηση και οι αιματολογικές εξετάσεις, όπως η γενική αίματος, η ταχύτητα καθίζησης ερυθρών και η CRP, είναι οι συνήθεις εξετάσεις με τις οποίες ο γιατρός θα παρακολουθεί την πορεία της νόσου.
Όχι, η νόσος δεν είναι μεταδοτική.
Η νόσος εκδηλώνεται με κρίσεις, μεταξύ των οποίων υπάρχουν περίοδοι κατά τις οποίες δεν εμφανίζονται καθόλου συμπτώματα. Η συνηθέστερη επιπλοκή είναι τα συρίγγια. Συρίγγιο είναι ένα κανάλι που δημιουργείται και μέσω του οποίου επικοινωνούν δύο περιοχές. Έτσι, ανάλογα με τις περιοχές αυτές δίνουμε και τα ανάλογα ονόματα όπως, εντεροεντερικά συρίγγια, όταν επικοινωνεί ένα τμήμα του εντέρου με ένα άλλο, ή περιεδρικά συρίγγια, όταν επικοινωνεί το ορθό έντερο με το δέρμα γύρω από τον πρωκτό κ.λπ. Τα συρίγγια αποτελούν κύρια αιτία υποθρεψίας, διότι δημιουργούν "βραχυκυκλώματα" στη διαδρομή της τροφής μέσα στο έντερο.
Μερικές φορές οι ασθενείς παρουσιάζουν κάποιο επώδυνο εξάνθημα, ιδίως στο μπροστινό μέρος της γάμπας, που ονομάζεται οζώδες ερύθημα. Αυτό όμως θεωρείται εκδήλωση της νόσου και όχι επιπλοκή. Τέτοιες εκδηλώσεις είναι επίσης οι αρθρίτιδες και οι μολύνσεις του οφθαλμού που ονομάζονται ιριδοκυκλίτιδες.
Όπως προαναφέραμε η νόσος είναι χρόνια και δεν επιδέχεται χειρουργική αντιμετώπιση. Στη νόσο του Crohn χειρουργούνται μόνο οι επιπλοκές, π.χ., τα συρίγγια. Η φαρμακευτική αγωγή έχει τρεις άξονες: να επιτυγχάνονται μεγάλες υφέσεις της νόσου, να αντιμετωπίζονται οι κρίσεις και, τέλος, να αντικαθίστανται θρεπτικές απώλειες λόγω της νόσου. Τα συνήθη φάρμακα για να επιτύχουμε μεγάλες υφέσεις είναι η μεσαλαμίνη, η ολσαλαζίνη και η σουλφασαλαζίνη που χορηγούνται υπό τη μορφή χαπιών ή υποκλυσμών, ανάλογα με την τοπογραφία της νόσου.
Αλλο φάρμακο που χορηγείται με τον ίδιο σκοπό είναι η αζαθειοπρίνη, που είναι ανοσοκατασταλτικό φάρμακο και συνήθως χορηγείται σε ασθενείς με ανθεκτική νόσο στις συνήθεις θεραπείες. Το μειονέκτημα της αζαθειοπρίνης είναι ότι χρειάζεται περίπου δεκαεπτά εβδομάδες για να αρχίσει να δρα. Σε αυτή την κατηγορία υπάρχουν και άλλα φάρμακα που δοκιμάζονται, όπως οι κυκλοσπορίνες (που χρησιμοποιούνται στις μεταμοσχεύσεις) και η μεθοτρεξάτη (που είναι χημειοθεραπευτικό) Η κορτιζόνη είναι ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση των κρίσεων. Το φάρμακο αυτό μπορεί να χορηγείται με τη μορφή χαπιών ή υποκλυσμών. Η περίοδος της χορήγησής του μπορεί να κυμαίνεται από μερικές εβδομάδες μέχρι μερικούς μήνες.
Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούμε με μεγάλη επιτυχία τους παράγοντες αντί -TNF (Tumor Necrosis Factor). Πρόκειται για αντίσωμα της γενετικής μηχανικής, που σκοπό έχει να εμποδίσει την ανάπτυξη της φλεγμονής στο έντερο, διακόπτοντας την άτοπη αντίδραση του αμυντικού συστήματος. Μέχρι στιγμής, επιτρέπεται η χορήγησή του σε βαριές περιπτώσεις της νόσου σε ασθενείς με συρίγγια και σε ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται στη συνήθη φαρμακευτική αγωγή. Το φάρμακο χορηγείται ενδοφλέβια σε τρεις δόσεις.
Στην ίδια κατηγορία φαρμάκων ανήκει και η θαλιδομίδη, ένα γνωστό φάρμακο από χρόνια αλλά τερατογόνο για τις εγκύους. Υπάρχουν και πειραματικά φάρμακα που ακόμη μελετούνται, όπως τα λιπαρά οξέα, τα ιχθυέλαια, η νικοτίνη και οι παράγοντες anti-ICAM1 (θεραπεία απευαισθητοποίησης).
Ο γαστρεντερολόγος μπορεί να χρησιμοποιήσει αρκετές φορές και αντιβιοτικά για να αντιμετωπίσει μια κρίση, όπως μετρονιδαζόλη ή σιπροφλοξασίνη. Στις βαριές κρίσεις, μπορεί να διακόψει τη διατροφή του ασθενή από στόματος και να χορηγήσει πλήρη διατροφή από τη φλέβα (παρεντερική διατροφή). Ιδιαίτερα στα παιδιά, η παρεντερική διατροφή φαίνεται να έχει όση αξία έχει και η φαρμακευτική αγωγή.
Τέλος, στον άξονα των θρεπτικών συμπληρωμάτων, ο γιατρός μπορεί να χορηγήσει βιταμίνη B12, φυλλικό οξύ ή σίδηρο.
Δημήτρης Καραγιάννης
Γαστρεντερολόγος
Διευθυντής ενδοσκοπικού τμήματος
Ιατρικού Κέντρου Αθηνών