Το λίπος παρέχει ενέργεια˙ στην πραγματικότητα είναι το ενεργειακά πυκνότερο από όλα τα μικροθρεπτικά συστατικά καθώς 1g του παρέχει 37kJ (9kcal). Ωστόσο, τα συστατικά του λίπους, τα λιπαρά οξέα, απαιτούνται από το σώμα για πολλές άλλες λειτουργίες παρά ως απλή πηγή ενέργειας και αυξάνεται συνεχώς η κατανόηση των οφελών που μπορεί να έχουν συγκεκριμένοι τύποι λιπαρών οξέων για την υγεία. Τα λιπαρά οξέα είναι μακριές αλυσίδες υδρογονανθράκων με μια μεθυλική ομάδα από τη μία πλευρά (το ωμέγα- ή n- άκρο) και μια όξινη ομάδα στην άλλη. Τα ακόρεστα λιπαρά οξέα είναι αλυσίδες υδρογονανθράκων που περιέχουν τουλάχιστον έναν διπλό δεσμό άνθρακα-άνθρακα˙ τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα (MUFAs) περιέχουν έναν διπλό δεσμό, τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (PUFAs) περιέχουν πολλούς διπλούς δεσμούς. Η θέση του διπλού δεσμού ως προς το ωμέγα- άκρο καθορίζει αν ένα πολυακόρεστο λιπαρό οξύ είναι ωμέγα-3 (n-3) ή ωμέγα-6 (n-6).
Τα περισσότερα λιπαρά οξέα μπορούν να συντεθούν στο σώμα, αλλά οι άνθρωποι στερούνται των ενζύμων που απαιτούνται για να παραγάγουν δύο λιπαρά οξέα. Αυτά αποκαλούνται απαραίτητα λιπαρά οξέα και πρέπει να τα λάβουμε από τη διατροφή. Στους ανθρώπους, τα απαραίτητα λιπαρά οξέα είναι το ωμέγα-3 πολυακόρεστο α-λινολενικό οξύ και το ωμέγα-6 πολυακόρεστο λινελαϊκό οξύ. Αν και οι άνθρωποι μπορούν να επιμηκύνουν το α-λινολενικό οξύ, που προσλαμβάνουν με τη διατροφή, προς σχηματισμό εικοσαπεντανοϊκού και δοκοσαεξανοϊκού, που είναι μακράς αλύσου ωμέγα-3 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, το ποσοστό σύνθεσης μπορεί να μην είναι επαρκές για να καλύψει τις απαιτήσεις και επομένως συνιστάται να περιλαμβάνονται στη διατροφή καλές πηγές αυτών των λιπαρών οξέων, π.χ. πλούσια σε λίπος ψάρια.
Το λίπος βρίσκεται στις περισσότερες ομάδες τροφίμων και τα τρόφιμα που περιέχουν λίπος παρέχουν γενικά μεγάλο εύρος διαφορετικών λιπαρών οξέων, τόσο κορεσμένων όσο και ακόρεστων. Στην Ευρώπη, οι σημαντικότερες διαιτητικές πηγές ακόρεστων λιπαρών οξέων είναι το κρέας και τα προϊόντα που προέρχονται από αυτό, τα δημητριακά και τα προϊόντα τους και οι πατάτες και τα αλμυρά σνακ˙ κυρίως λόγω του φυτικού λίπους που χρησιμοποιείται στην επεξεργασία τους. Στη διατροφή του δυτικού κόσμου, τα ωμέγα-6 λιπαρά οξέα είναι τα κυρίαρχα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα και αυτό συμφωνεί με τις τρέχουσες διαιτητικές συμβουλές. Η ισορροπία μεταξύ των ωμέγα-3 και ωμέγα-6 πολυακόρεστων λιπαρών οξέων έχει αλλάξει σημαντικά στις δυτικές διατροφές κατά τη διάρκεια των τελευταίων περίπου 100 ετών και δεδομένου ότι οι δύο αυτές οικογένειες πολυακόρεστων λιπαρών οξέων μοιράζονται μια κοινή μεταβολική οδό, έχουν δημιουργηθεί ανησυχίες ότι αυτό μπορεί να είναι βλαβερό για την υγεία. Αυτό που γίνεται όλο και περισσότερο σαφές είναι ότι τόσο τα ωμέγα-3 όσο και τα ωμέγα-6 PUFAs έχουν ανεξάρτητες επιπτώσεις στην υγεία μας˙ αφού οι προσλήψεις των ωμέγα-6 είναι μέσα στα πλαίσια που ορίζονται για μια υγιεινή διατροφή, οι ανησυχίες για την αναλογία ωμέγα-6:ωμέγα-3 στρέφονται περισσότερο προς τις χαμηλές προσλήψεις ωμέγα-3 παρά προς τις υψηλές προσλήψεις ωμέγα 6.
Η ανίχνευση των συσχετίσεων μεταξύ των συστατικών της διατροφής και του κινδύνου για διάφορες ασθένειες είναι προφανώς σύνθετη και, σε πολλές περιπτώσεις, ακόμα μαζεύονται καινούρια στοιχεία. Η καρδιαγγειακή νόσος, που χαρακτηρίζεται από τη σκλήρυνση και το στένεμα των αιμοφόρων αγγείων ή/και την ανάπτυξη θρόμβων αίματος, είναι μια από τις κύριες αιτίες θνησιμότητας και νοσηρότητας παγκοσμίως. Ο τύπος και η συνολική ποσότητα του διαιτητικού λίπους επηρεάζουν τον κίνδυνο που έχει κάποιο άτομο να νοσήσει, όμως οι ακριβείς μηχανισμοί με τους οποίους τα ακόρεστα λιπαρά οξέα μειώνουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων είναι ακόμα ασαφείς. Έχουν προσδιοριστεί διάφοροι μηχανισμοί με τους οποίους τα διαιτητικά λιπαρά οξέα μπορούν να επηρεάσουν την πρόοδο της καρδιαγγειακής νόσου και τους παράγοντες κινδύνου για αυτή. Αυτοί οι μηχανισμοί περιλαμβάνουν επιδράσεις στα επίπεδα λιπιδίων του αίματος, την πίεση, τη φλεγμονώδη απάντηση, την αρρυθμία και την ενδοθηλιακή λειτουργία μαζί με πολλές άλλες επιπτώσεις, τόσο γνωστές όσο και απροσδιόριστες. Ένας αποδεδειγμένος παράγοντας κινδύνου για την καρδιαγγειακή νόσο είναι η αυξημένη συγκέντρωση LDL-χοληστερόλης στο πλάσμα.
Η αντικατάσταση των κορεσμένων λιπαρών οξέων είτε με μονοακόρεστα λιπαρά οξέα είτε με ωμέγα-6 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα μειώνει την («κακή») LDL-χοληστερόλη μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο προσβολής από την ασθένεια. Τα ακόρεστα, όπως το λινελαϊκό οξύ, ή τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, αυξάνουν επίσης ελαφρώς την («καλή») HDL-χοληστερόλη που βοηθά στην απομάκρυνση των τριγλυκεριδίων (τριακυλογλυκερόλες-TAGs) από την κυκλοφορία του αίματος. Αυξάνεται επίσης το ενδιαφέρον για τις επιπτώσεις που έχουν στην υγεία τα μακράς αλύσου ωμέγα-3 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα που υπάρχουν στα ιχθυέλαια. Υπάρχουν ισχυρά, αλλά όχι ακόμα αδιάψευστα, αποδεικτικά στοιχεία ότι αυτά τα λιπαρά οξέα προστατεύουν από τις θανατηφόρες καρδιακές παθήσεις. Τα τελευταία χρόνια, τα πιθανά οφέλη του α-λινολενικού οξέος για την υγεία έχουν τραβήξει την προσοχή και μαζεύονται στοιχεία για το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει στην παρεμπόδιση της εξέλιξης της καρδιαγγειακής νόσου αυτό το ω-3 λιπαρό οξύ, αν και αυτή την περίοδο είναι ασαφές το ποια συσχέτιση υπάρχει, αν τελικά υπάρχει κάποια.
Τα εγκεφαλικά κύτταρα είναι ιδιαίτερα πλούσια σε ορισμένα μακράς αλύσου πολυακόρεστα λιπαρά οξέα. Αυτό έχει οδηγήσει στην πρόταση ότι η διαιτητική πρόσληψη αυτών των λιπαρών οξέων μακράς αλύσου μπορεί να επηρεάσει τη γνωστική λειτουργία και τη συμπεριφορά. Η έρευνα σε αυτόν τον τομέα είναι ακόμα στα αρχικά στάδιά της, αλλά υπάρχει ένας μικρός αριθμός στοιχείων που δείχνουν βελτιώσεις στη γνωστική λειτουργία μετά από τη λήψη συμπληρωμάτων λιπαρών οξέων. Αντίθετα, είναι αποδεδειγμένο ότι οι έγκυοι πρέπει να έχουν επαρκή πρόσληψη ω-3 πολυακόρεστων λιπαρών οξέων μακράς αλύσου πριν και κατά τη διάρκεια όλης της εγκυμοσύνης και της γαλουχίας για να υποστηρίξουν την φυσιολογική αύξηση, τη νευρολογική εξέλιξη και τη γνωστική λειτουργία του μωρού. Καθώς τα ω-6 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα είναι αφθονότερα στη διατροφή, η επίτευξη της επαρκούς πρόσληψης είναι λιγότερο προβληματική. Εντούτοις, δε συμβαίνει το ίδιο και με τα ω-3 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα˙ η αύξηση της κατανάλωσης ψαριών σε πάνω από 2 μερίδες λιπαρών ψαριών την εβδομάδα ή η αποκλειστική λήψη συμπληρωμάτων ιχθυελαίων δεν ενδείκνυνται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης λόγω των πιθανών προβλημάτων που σχετίζονται με τη μόλυνση των ψαριών από βαρέα μέταλλα ή με τα υψηλά επίπεδα βιταμίνης Α σε μερικά συμπληρώματα ιχθυελαίων.
Τα ακόρεστα λιπαρά οξέα έχουν συνδεθεί επίσης με διάφορες άλλες ασθένειες και, αν και τα στοιχεία δεν έχουν καμιά αποδεικτική ισχύ, αυτός είναι ένας τομέας που προσελκύει μεγάλη μερίδα του ενδιαφέροντος. Το διαιτητικό λίπος έχει επιπτώσεις σε πολλές διαφορετικές μεταβολικές οδούς, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με το γλυκαιμικό έλεγχο, οπότε οι τύποι και οι ποσότητες του διαιτητικού λίπους μπορούν να έχουν κάποιο ρόλο στην αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 2.
Τα ακόρεστα λιπαρά οξέα ίσως σχετίζονται επίσης και με μειωμένο κίνδυνο για ορισμένους καρκίνους, συμπεριλαμβανομένων των καρκίνων του κόλου, του μαστού και του προστάτη, αν και αυτήν την περίοδο το επίπεδο των στοιχείων δεν κρίνεται ως ικανοποιητικό από έγκυρους οργανισμούς, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Έρευνας για τον Καρκίνο (WCRF) ή ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO), ώστε να γίνουν οποιεσδήποτε συγκεκριμένες διαιτητικές συστάσεις. Υπάρχουν διάφορες φλεγμονώδεις καταστάσεις, όπως το άσθμα, η νόσος του Crohn και η αρθρίτιδα, οι οποίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να ελαφρυνθούν μέσω διαιτητικών αλλαγών. Η σύνθεση των κυτταρικών μεμβρανών σε λιπαρά οξέα μπορεί να αλλάξει από την κατανάλωση τόσο ωμέγα-3 όσο και ωμέγα-6 πολυακόρεστων λιπαρών οξέων, και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη φλεγμονώδη δραστηριότητα. Ωστόσο, δεν είναι σαφές το αν αυτή η επίδραση επιφέρει σημαντική μείωση των κλινικών συμπτωμάτων. Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι υπάρχουν ανησυχίες ότι τα ευεργετικά αποτελέσματα στην έκβαση ορισμένων ασθενειών παρατηρούνται μόνο με πολύ υψηλές προσλήψεις ακόρεστων λιπαρών οξέων που θα μπορούσαν στην πραγματικότητα να επιτευχθούν μόνο με συμπληρώματα. Λίγοι διατροφολόγοι θα σύστηναν τη χρήση συμπληρωμάτων ως τη μόνη εναλλακτική στο ψάρι καθώς αυτό μπορεί να είναι ακριβό και πηγαίνει ενάντια στην ιδέα ότι όλες οι θρεπτικές ουσίες που απαιτεί ο οργανισμός μας μπορούν να ληφθούν από τα τρόφιμα αν γίνονται σωστές επιλογές. Τα ακόρεστα λιπαρά οξέα είναι ένα καυτό θέμα διατροφής και η παρουσία τους στα τρόφιμα έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον τόσο του δημόσιου όσο και του βιομηχανικού τομέα. Από την 1η Ιουλίου 2007, υπάρχει ένας νέος Κανονισμός της ΕΕ (1924/2006) σχετικά με ισχυρισμούς υγείας και διατροφής που γίνονται στα τρόφιμα, ο οποίος καθορίζει τα κριτήρια που θα πρέπει να πληροί ένα προϊόν προκειμένου να φέρει έναν ισχυρισμό υγείας ή διατροφής.
Γενικά, πρέπει να αυξήσουμε την κατανάλωση μακράς αλύσου ωμέγα-3 πολυακόρεστων λιπαρών οξέων και να μειώσουμε την πρόσληψη των κορεσμένων λιπαρών οξέων. Για να μας διευκολύνουν σε αυτό, οι τεχνολόγοι τροφίμων εξετάζουν τρόπους με τους οποίους μπορεί να τροποποιηθεί η σύσταση ενός τροφίμου σε λιπαρά οξέα ώστε να υπάρξει βελτίωση της διατροφής χωρίς να απαιτείται σημαντική αλλαγή στις διαιτητικές μας συνήθειες. Ωστόσο, τα μηνύματα δημόσιας υγείας σχετικά με τις βέλτιστες προσλήψεις λιπαρών οξέων πρέπει να είναι σαφή και συναφή ώστε να εξασφαλίσουν ότι θα επιτευχθεί μια ευνοϊκή αλλαγή στη σύσταση της δίαιτάς μας σε λιπαρά οξέα.
© British Nutrition Foundation 2006